ξηροβατικά

ξηροβατικά
ξηροβατικός
walking on dry ground
neut nom/voc/acc pl
ξηροβατικά̱ , ξηροβατικός
walking on dry ground
fem nom/voc/acc dual
ξηροβατικά̱ , ξηροβατικός
walking on dry ground
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξηροβατικός — ή, ό (Α ξηροβατικός, ή, όν) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηροβατικά ζωολ. παλαιότερη ονομασία τών ωδικών πτηνών αρχ. (για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την ιδιότητα να βαδίζει στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + βατικός (< βάτης < βαίνω),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”